- διδασκόντων
- διδάσκωinstructpres part act masc/neut gen plδιδάσκωinstructpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πέτερσεν, Πέτερ — (Petersen, Γκροσενβίχε, Φλένσμπουργκ 1884 – Ιένα 1952). Γερμανός παιδαγωγός. Καθηγητής της παιδαγωγικής· οφείλει τη φήμη του στο σχέδιο της Ιένας (1927) που απόβλεπε στη δημιουργία ενός σχολείου που να είναι πραγματική κοινότης ζωής. Οι θεωρίες… … Dictionary of Greek
Σορβόννη — (Sorbonne). Παλιό πανεπιστήμιο του Παρισιού, τώρα έδρα των σχολών Φιλοσοφίας, Επιστημών, της Πρακτικής Σχολής Ανώτερων Σπουδών, της Εθνικής Σχολής Χαρτών και της κεντρικής διοίκησης του Πανεπιστήμιου. Πήρε το όνομα από τον Ρομπέρ ντε Σορμπόν, που … Dictionary of Greek
εσχατεύω — ἐσχατεύω (Α) [έσχατος] 1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.) 2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.) 3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν… … Dictionary of Greek
πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιόνιο Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Ιδρύθηκε το 1984 με το προεδρικό διάταγμα 83/1984 (μαζί με τα Πανεπιστήμια Αιγαίου και Θεσσαλίας). Εποπτεύεται από το κράτος (η… … Dictionary of Greek
Ντεμολέν, Εντμόν — (Edmond Demolins, Μασσαλία 1852 – Λε Ρος, Βερνέιγ 1907). Γάλλος κοινωνιολόγος και παιδαγωγός. Ανήκε στο κίνημα που αντιτασσόταν στον Φρεντερίκ Λε Πλε και που ανάμεσα στους καλύτερους οπαδούς του είχε τον αβά Ανρί ντε Τουρβίλ. Η κοινωνιολογία του… … Dictionary of Greek
ГАВРИИЛ СЕВИР — [греч. Γαβριὴλ ὁ Σεβῆρος] (ок. 1540/41 21 окт. 1616, Лесина, совр. Хвар, Хорватия), титулярный митр. Филадельфии Лидийской, предстоятель греч. общины в Венеции, правосл. богослов полемист. Наст. фам. Свир (Σβῆρος) переделана на манер лат.… … Православная энциклопедия